πέραση

πέραση
η
αξία, κύρος, αναγνώριση: Τα παλιά χιλιάρικα δεν έχουν πέραση. – Ο λόγος του έχει πέραση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πέραση — η / πέρασις, ΝΑ [περώ] νεοελλ. 1. (για νομίσματα) εγκυρότητα, αξία που επιτρέπει την κυκλοφορία αλλά και τη χρήση και αποδοχή στις διάφορες συναλλαγές («οι παλιές δεκάρες δεν έχουν πια πέραση») 2. μτφ. (για πρόσ.) αποδοχή και αναγνώριση από τους… …   Dictionary of Greek

  • περάση — περά̱ση , πέρασις crossing fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περάσῃ — περά̱σηι , πέρασις crossing fem dat sg (epic) περά̱σῃ , περάω 1 drive right through aor subj mid 2nd sg (attic) περά̱σῃ , περάω 1 drive right through aor subj act 3rd sg (attic) περά̱σῃ , περάω 1 drive right through aor subj mid 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • περασάρης — ο, θηλ. ισσα αυτός που διέρχεται, που περνά από κάπου καθώς πορεύεται ή ταξιδεύει πεζός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέραση + κατάλ. άρης (πρβλ. περατ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • προχωρώ — προχωρῶ, έω, ΝΜΑ 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα εμπρός (α. «προχωρείτε, παρακαλώ» β. «με φωνήν που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς», Σολωμ. γ. «πρὸς ἐμὴν χεῑρα προχωρῶν», Σοφ.) 2. (για χρόνο) περνώ, κυλώ, φεύγω (α. «η νύχτα είχε προχωρήσει» β. «τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • αρχαϊσμός — ο μίμηση των αρχαίων τρόπων, ειδικότερα της αρχαίας γλώσσας: Ο αρχαϊσμός σήμερα δεν έχει πια πέραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισχύω — ίσχυσα 1. έχω ισχύ, επιρροή, επιβολή: Δεν ισχύουν οι παρακλήσεις μου. 2. έχω νομικό κύρος ή εφαρμογή, έχω πέραση: Δεν ισχύουν ορισμένες διατάξεις του συντάγματος. – Δεν ισχύει αυτή η άδεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεντητική — η η τέχνη της διακόσμησης υφασμάτων με κεντήματα: Δεν έχει πέραση σήμερα η κεντητική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”